ὀρειβασία: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />marche dans les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρειβάτης]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />marche dans les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρειβάτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρειβάσια]], τὰ (Α) [[ορειβάτης]]<br />(ενν. [[ἱερά]]) θρησκευτική [[εορτή]] [[κατά]] την οποία οι συμμετέχοντες περνούσαν τα όρη με πανηγυρικές τελετές. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A wandering on mountains, in pl., Str.10.3.23, Ael.NA3.2, Max.Tyr.34.1.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, das Wandeln auf, über die Berge; Ael. H. A. 3, 2; Strab. 10, 3 a. E., = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειβᾰσία: ἡ, τὸ ὀρειβατεῖν, Στράβ. 474, Αἰλ. π. Ζ. 3. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
marche dans les montagnes.
Étymologie: ὀρειβάτης.
Greek Monolingual
ὀρειβάσια, τὰ (Α) ορειβάτης
(ενν. ἱερά) θρησκευτική εορτή κατά την οποία οι συμμετέχοντες περνούσαν τα όρη με πανηγυρικές τελετές.