ὀρθογνώμων: Difference between revisions

From LSJ
(6_14)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθογνώμων''': ὁ ἔχων ὀρθὴν γνώμην, ὁ ὀρθῶς σκεπτόμενος ἢ κρίνων, Ἱππ. 1282. 53.
|lstext='''ὀρθογνώμων''': ὁ ἔχων ὀρθὴν γνώμην, ὁ ὀρθῶς σκεπτόμενος ἢ κρίνων, Ἱππ. 1282. 53.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθογνώμων]], -ονος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που σκέπτεται και κρίνει [[ορθά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισχυρο</i>-[[γνώμων]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθογνώμων Medium diacritics: ὀρθογνώμων Low diacritics: ορθογνώμων Capitals: ΟΡΘΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: orthognṓmōn Transliteration B: orthognōmōn Transliteration C: orthognomon Beta Code: o)rqognw/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A thinking or judging rightly, ψυχή Hp.Ep.17 ; ὀ. ἐπιμονή, transl. of 'Rebekah', Ph.1.549.

German (Pape)

[Seite 374] ον, grade, recht denkend, urtheilend; Hippocr.; λόγοι, Hippodam. bei Stob. fl. 103, 26 M.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθογνώμων: ὁ ἔχων ὀρθὴν γνώμην, ὁ ὀρθῶς σκεπτόμενος ἢ κρίνων, Ἱππ. 1282. 53.

Greek Monolingual

ὀρθογνώμων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται και κρίνει ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων.