οὐρανοκάτοικος: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(6_18) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐρᾰνοκάτοικος''': -ον, ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανῷ, Γλωσσ. | |lstext='''οὐρᾰνοκάτοικος''': -ον, ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανῷ, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὐρανοκάτοικος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατοικεί στον ουρανό, [[επουράνιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κάτοικος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A dwelling in heaven, Gloss.
German (Pape)
[Seite 417] den Himmel bewohnend (?).
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνοκάτοικος: -ον, ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανῷ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
οὐρανοκάτοικος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στον ουρανό, επουράνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + κάτοικος.