οὐσιοποιός: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐσιοποιός''': -όν, = οὐσίαν ποιῶν, Ἑρμίας ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 153, Φώτ. | |lstext='''οὐσιοποιός''': -όν, = οὐσίαν ποιῶν, Ἑρμίας ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 153, Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὐσιοποιός]], -όν (ΑΜ)<br />αυτός που δημιουργεί [[ουσία]], δηλ. ύπαρξη ή [[περιουσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ορίζεται από την ύπαρξη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A creating substance or essence, Herm.in Phdr. p.153 A., Procl.Inst.157, Dam.Pr.83, Simp.in Cat.325.20, etc.
Greek (Liddell-Scott)
οὐσιοποιός: -όν, = οὐσίαν ποιῶν, Ἑρμίας ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 153, Φώτ.
Greek Monolingual
οὐσιοποιός, -όν (ΑΜ)
αυτός που δημιουργεί ουσία, δηλ. ύπαρξη ή περιουσία
αρχ.
αυτός που ορίζεται από την ύπαρξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐσία + -ποιός].