ὀφρυόσκιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφρυόσκιος''': -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀφρύων σκιαζόμενος, «εἰ μὴ κειμένοις ὀνόμασι χρῆται· [[οἷον]] [[Πλάτων]] (ὁ Κωμικός;) ὀφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμὸν (ἐξυπ. εἶπεν)» παρ’ Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 4. | |lstext='''ὀφρυόσκιος''': -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀφρύων σκιαζόμενος, «εἰ μὴ κειμένοις ὀνόμασι χρῆται· [[οἷον]] [[Πλάτων]] (ὁ Κωμικός;) ὀφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμὸν (ἐξυπ. εἶπεν)» παρ’ Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀφρυόσκιος]], -ον (Α)<br />(κωμική λ.) αυτός που σκιάζεται από τα φρύδια («ὁφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν», <b>Πλάτ.</b> Κωμικός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[σκιά]] (<b>πρβλ.</b> <i>δολιχό</i>-<i>σκιος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A shaded by the eyebrows, ὀφθαλμός Pl.(Com.?)ap.Arist.Top.140a4 (om. Kock).
German (Pape)
[Seite 428] von den Augenbrauen überschattet, ὀφθαλμός, Arist. top. 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφρυόσκιος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀφρύων σκιαζόμενος, «εἰ μὴ κειμένοις ὀνόμασι χρῆται· οἷον Πλάτων (ὁ Κωμικός;) ὀφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμὸν (ἐξυπ. εἶπεν)» παρ’ Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 4.
Greek Monolingual
ὀφρυόσκιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) αυτός που σκιάζεται από τα φρύδια («ὁφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν», Πλάτ. Κωμικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + σκιά (πρβλ. δολιχό-σκιος)].