ὀχλητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
(6_10)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχλητικός''': -ή, -όν, = ἐνοχλητικός, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 3. 18.
|lstext='''ὀχλητικός''': -ή, -όν, = ἐνοχλητικός, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 3. 18.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀχλητικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[οχλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀχλῶ</i> μέσω αμάρτυρου <i>ὀχλητός</i> που μαρτυρείται στα σύνθ. σε -<i>όχλητος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>όχλητος</i>, <i>ανεν</i>-<i>όχλητος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλητικός Medium diacritics: ὀχλητικός Low diacritics: οχλητικός Capitals: ΟΧΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ochlētikós Transliteration B: ochlētikos Transliteration C: ochlitikos Beta Code: o)xlhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = ὀχλικός, Procl.Par.Ptol.p.218.

German (Pape)

[Seite 430] den großen Haufen, das Volk betreffend, καὶ πολιτικὰ πράγματα, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλητικός: -ή, -όν, = ἐνοχλητικός, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 3. 18.

Greek Monolingual

ὀχλητικός, -ή, -όν (Α)
οχλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλῶ μέσω αμάρτυρου ὀχλητός που μαρτυρείται στα σύνθ. σε -όχλητος (πρβλ. α-όχλητος, ανεν-όχλητος)].