παλίγγνωστος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(6_16) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλίγγνωστος''': -ον, ἐκ νέου γνωσθείς, ὃν ἐκ νέους ἔμαθέ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλινδαές. | |lstext='''πᾰλίγγνωστος''': -ον, ἐκ νέου γνωσθείς, ὃν ἐκ νέους ἔμαθέ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλινδαές. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλίγγνωστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έγινε εκ νέου [[γνωστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[γνωστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γιγνώσκω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
A gloss on παλινδαές, Hsch.
German (Pape)
[Seite 448] wieder erkannt, Hesych. Erkl. von παλινδεές, od. richtiger παλινδαές.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίγγνωστος: -ον, ἐκ νέου γνωσθείς, ὃν ἐκ νέους ἔμαθέ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλινδαές.
Greek Monolingual
παλίγγνωστος, -ον (Α)
αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + γνωστός (< γιγνώσκω)].