Παιηόνιος: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(6_4) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Παιηόνιος''': -α, -ον, ἰώμενος, θεραπεύων, ὡς τὸ [[Παιώνιος]], Ἀνθ. Πλαν. 270· θηλυκ. Παιηονίς, ίδος, διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ παιωνιάς, Ἀνθ. Π. 11. 382, 6. | |lstext='''Παιηόνιος''': -α, -ον, ἰώμενος, θεραπεύων, ὡς τὸ [[Παιώνιος]], Ἀνθ. Πλαν. 270· θηλυκ. Παιηονίς, ίδος, διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ παιωνιάς, Ἀνθ. Π. 11. 382, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Παιηόνιος]], -ία, -ον, θηλ. και Παιηονίς, -[[ίδος]] (Α) [[Παιήων]], -<i>ονος]]<br />αυτός που θεραπεύει, [[θεραπευτής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A healing, like Παιώνιος, APl.4.270 (Magnus):— fem. Παιηονίς, ίδος, v. l. for παιωνιάς, AP11.382.6 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
Παιηόνιος: -α, -ον, ἰώμενος, θεραπεύων, ὡς τὸ Παιώνιος, Ἀνθ. Πλαν. 270· θηλυκ. Παιηονίς, ίδος, διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ παιωνιάς, Ἀνθ. Π. 11. 382, 6.
Greek Monolingual
Παιηόνιος, -ία, -ον, θηλ. και Παιηονίς, -ίδος (Α) Παιήων, -ονος]]
αυτός που θεραπεύει, θεραπευτής.