παλιντυπής: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(6_7) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλιντῠπής''': -ές, ὁ [[ὀπίσω]] κτυπηθείς, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1254. | |lstext='''πᾰλιντῠπής''': -ές, ὁ [[ὀπίσω]] κτυπηθείς, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1254. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλιντυπής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπήθηκε από [[πίσω]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>παλιντυπές</i><br />με [[χτύπημα]] από [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αντι</i>-<i>τυπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A beaten back, neut. as Adv., A.R. 3.1254.
German (Pape)
[Seite 451] ές, zurückgeschlagen, Ap. Rh. 3, 1254.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιντῠπής: -ές, ὁ ὀπίσω κτυπηθείς, οὐδ. ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1254.
Greek Monolingual
παλιντυπής, -ές (Α)
1. αυτός που χτυπήθηκε από πίσω
2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιντυπές
με χτύπημα από πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυπής (< τύπτω), πρβλ. αντι-τυπής].