πάναγνος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(eksahir)
(30)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[completamente purificado]]
|esgtx=[[completamente purificado]]
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ [[πάναγνος]], -ον)<br />[[πάρα]] πολύ [[αγνός]], αγνότατος<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[πάναγνος]]<br />[[προσωνυμία]] της Θεοτόκου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πανάγνως</i> (Α)<br />με πάναγνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁγνός]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάναγνος Medium diacritics: πάναγνος Low diacritics: πάναγνος Capitals: ΠΑΝΑΓΝΟΣ
Transliteration A: pánagnos Transliteration B: panagnos Transliteration C: panagnos Beta Code: pa/nagnos

English (LSJ)

   A = παναγής 1, ὄμμα Callistr.Stat. 10; κήρυκες Sch.Aeschin.1.20.

German (Pape)

[Seite 455] ganz keusch, rein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάναγνος: ὁ, ὅλως ἁγνός, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 12. 10 Dind., Ἀμφιλ. 37Α, Δίδ. Ἀλ 452C, κλ . - Ἐπίρρ. πανάγνως, Ψευδο-Διον. Ἀρ. 436Α.

Spanish

completamente purificado

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ πάναγνος, -ον)
πάρα πολύ αγνός, αγνότατος
το θηλ. ως ουσ. η πάναγνος
προσωνυμία της Θεοτόκου.
επίρρ...
πανάγνως (Α)
με πάναγνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἁγνός.