πανορκία: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_9)
(30)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πανορκία''': ἡ, [[ἑτοιμότης]] πρὸς πάντα ὅρκον, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 228D.
|lstext='''πανορκία''': ἡ, [[ἑτοιμότης]] πρὸς πάντα ὅρκον, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 228D.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />η [[ετοιμότητα]] για [[κάθε]] όρκο» το να ορκίζεται [[κανείς]] σε [[καθετί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ορκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὅρκος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ψευδ</i>-<i>ορκία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 461] ἡ, das Alles Beschwören, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πανορκία: ἡ, ἑτοιμότης πρὸς πάντα ὅρκον, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 228D.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η ετοιμότητα για κάθε όρκο» το να ορκίζεται κανείς σε καθετί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ορκία (< -ορκος < ὅρκος), πρβλ. ψευδ-ορκία].