παναπηρής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰνᾰπηρής''': -ές, [[ὅλως]] ἄβλαπτος, [[ὁλόκληρος]], μὴ πεπηρωμένος, [[ἀκέραιος]], Καλλ. εἰς Δήμ. 125. | |lstext='''πᾰνᾰπηρής''': -ές, [[ὅλως]] ἄβλαπτος, [[ὁλόκληρος]], μὴ πεπηρωμένος, [[ἀκέραιος]], Καλλ. εἰς Δήμ. 125. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παναπηρής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που δεν υπέστη κανέναν ακρωτηριασμό, καθ' όλα [[ακέραιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀπηρής]] «[[αρτιμελής]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A all-unmutilated, κεφαλαί Call. Cer.126.
German (Pape)
[Seite 456] ές, ganz unverstümmelt, unversehrt, Callim. Cer. 126.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνᾰπηρής: -ές, ὅλως ἄβλαπτος, ὁλόκληρος, μὴ πεπηρωμένος, ἀκέραιος, Καλλ. εἰς Δήμ. 125.
Greek Monolingual
παναπηρής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που δεν υπέστη κανέναν ακρωτηριασμό, καθ' όλα ακέραιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀπηρής «αρτιμελής»].