παραγράψιμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
(6_17) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραγράψῐμος''': -ον, καθ’ οὗ δύναται νὰ ὑπάρξῃ [[ἔνστασις]], [[ἀπορρίψιμος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 170. | |lstext='''παραγράψῐμος''': -ον, καθ’ οὗ δύναται νὰ ὑπάρξῃ [[ἔνστασις]], [[ἀπορρίψιμος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 170. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[παραγράψιμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που μπορεί να παραγραφεί («παραγράψιμο [[αδίκημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να απορριφθεί ή αυτός που μπορεί να εξαιρεθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παραγράφω]] (<b>πρβλ.</b> μέλλ. [[παραγράφω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>περιγράψ</i>-<i>ιμος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A exceptionable, S.E.M.7.170.
German (Pape)
[Seite 475] ον, wogegen sich excipiren läßt, d. i. unstatthaft, verwerflich, Sext. Emp. adv. math. 7, 170.
Greek (Liddell-Scott)
παραγράψῐμος: -ον, καθ’ οὗ δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἔνστασις, ἀπορρίψιμος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 170.
Greek Monolingual
-η, -ο / παραγράψιμος, -ον, ΝΑ
αυτός που μπορεί να παραγραφεί («παραγράψιμο αδίκημα»)
αρχ.
αυτός που μπορεί να απορριφθεί ή αυτός που μπορεί να εξαιρεθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγράφω (πρβλ. μέλλ. παραγράφω) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. περιγράψ-ιμος)].