παραδεκτός: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_19)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραδεκτός''': -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ γινόμενος ἢ δυνάμενος νὰ γίνῃ [[δεκτός]], Ἰουλιαν. Ἐπιστ. 62, Κύριλλ.
|lstext='''παραδεκτός''': -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ γινόμενος ἢ δυνάμενος νὰ γίνῃ [[δεκτός]], Ἰουλιαν. Ἐπιστ. 62, Κύριλλ.
}}
{{grml
|mltxt=και παραδεχτός, -ή, -ό / [[παραδεκτός]], -ή, -όν, ΝΑΜ [[παραδέχομαι]]<br />αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε [[δεκτός]] («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῑν», Ιουλ.).
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδεκτός Medium diacritics: παραδεκτός Low diacritics: παραδεκτός Capitals: ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ
Transliteration A: paradektós Transliteration B: paradektos Transliteration C: paradektos Beta Code: paradekto/s

English (LSJ)

όν,

   A accepted: acceptable, Jul.Ep.88.

Greek (Liddell-Scott)

παραδεκτός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ γινόμενος ἢ δυνάμενος νὰ γίνῃ δεκτός, Ἰουλιαν. Ἐπιστ. 62, Κύριλλ.

Greek Monolingual

και παραδεχτός, -ή, -ό / παραδεκτός, -ή, -όν, ΝΑΜ παραδέχομαι
αυτός που μπορεί να γίνει ή που έγινε δεκτός («εἰ παραδεκτὸς εἴης ἡμῑν», Ιουλ.).