παρακρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
(6_14)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακρύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κρύπτω]] πλησίον ἢ [[ἀποκρύπτω]],ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς [[πράττω]], Διόδ. 18. 19˙ - Mέσ., κρύπτομαιπλησίον σου, Διογ. Λ. 2. 131.
|lstext='''παρακρύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κρύπτω]] πλησίον ἢ [[ἀποκρύπτω]],ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς [[πράττω]], Διόδ. 18. 19˙ - Mέσ., κρύπτομαιπλησίον σου, Διογ. Λ. 2. 131.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μέσ.</b> <i>παρακρύπτομαι</i><br />κρύβομαι [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρύβω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[αποκρύπτω]] [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακρύπτω Medium diacritics: παρακρύπτω Low diacritics: παρακρύπτω Capitals: ΠΑΡΑΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: parakrýptō Transliteration B: parakryptō Transliteration C: parakrypto Beta Code: parakru/ptw

English (LSJ)

   A hide one's sympathies, dissimulate, D.S.18.9:— Med., hide oneself, D.L.2.131.

German (Pape)

[Seite 485] dabei od. heimlich verstecken, Ggstz φανερῶς πράττειν, D. Sic. 18, 9 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρύπτω: μέλλ. -ψω, κρύπτω πλησίον ἢ ἀποκρύπτω,ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς πράττω, Διόδ. 18. 19˙ - Mέσ., κρύπτομαιπλησίον σου, Διογ. Λ. 2. 131.

Greek Monolingual

ΜΑ
μέσ. παρακρύπτομαι
κρύβομαι κοντά σε κάποιον
αρχ.
κρύβω κάτι κοντά σε κάποιον, αποκρύπτω κάτι.