παραναγκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_13b)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰναγκάζω''': μέλλ. -άσω, κατορθώνω τι διὰ τῆς βίας, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13· -π. ὀστέα, [[ἐξαναγκάζω]] τὰ [[ἄκρα]] αὐτῶν νὰ συνενωθῶσι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800 (ἕτερον καταναγκ-).
|lstext='''παρᾰναγκάζω''': μέλλ. -άσω, κατορθώνω τι διὰ τῆς βίας, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13· -π. ὀστέα, [[ἐξαναγκάζω]] τὰ [[ἄκρα]] αὐτῶν νὰ συνενωθῶσι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800 (ἕτερον καταναγκ-).
}}
{{grml
|mltxt=Α [[αναγκάζω]]<br /><b>1.</b> [[κατορθώνω]] [[κάτι]] με βίαιο τρόπο<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[άλλο]] αναγκάζοντας το («εἰ ἐγχρίπτων τις ἐς ἄλληλα τὰ ὀστέα παραναγκάζειν πειρᾱται», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰναγκάζω Medium diacritics: παραναγκάζω Low diacritics: παραναγκάζω Capitals: ΠΑΡΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: paranankázō Transliteration B: paranankazō Transliteration C: paranagkazo Beta Code: paranagka/zw

English (LSJ)

   A accomplish a thing by force, v.l.for προς- in D.H. Lys.13.    2 Medic., π. ὀστέα force the ends of a bone together, Hp.Art.34.

German (Pape)

[Seite 490] mit Gewalt durchsetzen, erzwingen, τί, oder Einen mit Gewalt wozu bringen, Hippocr. u. Sp., dem βιάζεσθαι entsprechend, D. Hal. iud. de Lys. 13.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, κατορθώνω τι διὰ τῆς βίας, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13· -π. ὀστέα, ἐξαναγκάζω τὰ ἄκρα αὐτῶν νὰ συνενωθῶσι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800 (ἕτερον καταναγκ-).

Greek Monolingual

Α αναγκάζω
1. κατορθώνω κάτι με βίαιο τρόπο
2. ιατρ. φέρω κάτι κοντά σε άλλο αναγκάζοντας το («εἰ ἐγχρίπτων τις ἐς ἄλληλα τὰ ὀστέα παραναγκάζειν πειρᾱται», Ιπποκρ.).