παραπληξία: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
(6_23)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπληξία''': Ἰων. -πληγία, ἡ, [[παράλυσις]] μόνον μέρους, ἡμιπληγία (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀποπληξία]]), Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 950, πρβλ. 1020F περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 530. ΙΙ. διατάραξις τῶν φρενῶν, [[παραφροσύνη]], Ἑβδ. (Δευτ. ΚΗ΄, 28, κ. ἀλλ.), Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 213D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παραπληξία]]· [[μανία]]».
|lstext='''παραπληξία''': Ἰων. -πληγία, ἡ, [[παράλυσις]] μόνον μέρους, ἡμιπληγία (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀποπληξία]]), Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 950, πρβλ. 1020F περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 530. ΙΙ. διατάραξις τῶν φρενῶν, [[παραφροσύνη]], Ἑβδ. (Δευτ. ΚΗ΄, 28, κ. ἀλλ.), Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 213D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παραπληξία]]· [[μανία]]».
}}
{{grml
|mltxt=[[παραπληξία]], ή, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[παραπληγία]].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπληξία Medium diacritics: παραπληξία Low diacritics: παραπληξία Capitals: ΠΑΡΑΠΛΗΞΙΑ
Transliteration A: paraplēxía Transliteration B: paraplēxia Transliteration C: parapliksia Beta Code: paraplhci/a

English (LSJ)

Ion. παρα-πληγίη, ἡ,

   A hemiplegia (opp. ἀποπληξία), Hp.Epid.1.14, 2.3.1 (both pl.), IG12 (9).1179 (Euboea, ii A.D.).    II derangement, madness, LXXDe. 28.28, al., Ph.2.556, Oenom. ap. Eus.PE5.22.

German (Pape)

[Seite 494] ἡ, Lähmung einer Seite, eines Gliedes, des Leibes durch den Schlagfluß, Medic. – Uebertr., Verstandesverrückung, Wahnsinn, VLL. erkl. μανία, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραπληξία: Ἰων. -πληγία, ἡ, παράλυσις μόνον μέρους, ἡμιπληγία (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀποπληξία), Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 950, πρβλ. 1020F περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 530. ΙΙ. διατάραξις τῶν φρενῶν, παραφροσύνη, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΗ΄, 28, κ. ἀλλ.), Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 213D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπληξία· μανία».

Greek Monolingual

παραπληξία, ή, ΝΜΑ
βλ. παραπληγία.