παράχορδος: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(c1)
 
(31)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0508.png Seite 508]] neben der rechten Seite greifend, fehlgreifend (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0508.png Seite 508]] neben der rechten Seite greifend, fehlgreifend (?).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>μουσ.</b><br /><b>1.</b> (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη [[χορδή]] που έπρεπε να κρουσθεί, [[αλλά]] από [[άλλη]], διπλανή, [[δηλαδή]] ο [[παράτονος]], ο [[παράφωνος]], ο [[δυσαρμονικός]]<br /><b>2.</b> (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο ξεκούρντιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>έγ</i>-<i>χορδος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 508] neben der rechten Seite greifend, fehlgreifend (?).

Greek Monolingual

-η, -ο
μουσ.
1. (για ήχο) αυτός που παράγεται όχι από τη χορδή που έπρεπε να κρουσθεί, αλλά από άλλη, διπλανή, δηλαδή ο παράτονος, ο παράφωνος, ο δυσαρμονικός
2. (για έγχορδο όργανο) ο κουρντισμένος εσφαλμένα ή άσχημα, ο κακοκουρντισμένος ή ο ξεκούρντιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. έγ-χορδος].