παραυξάνω: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(6_1) |
(31) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραυξάνω''': [[αὐξάνω]] διὰ προσθήκης, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15, Πτολ. | |lstext='''παραυξάνω''': [[αὐξάνω]] διὰ προσθήκης, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15, Πτολ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αυξάνω]], [[μεγεθύνω]] με [[προσθήκη]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> αυξάνομαι πολύ. | |||
}} | }} |