παρευθύς: Difference between revisions

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
(6_6)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρευθύς''': Ἐπίρρ., = [[εὐθύς]], Δίων Κ. 63. 19· - παρευθύ, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀρχήν]], κλ.
|lstext='''παρευθύς''': Ἐπίρρ., = [[εὐθύς]], Δίων Κ. 63. 19· - παρευθύ, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀρχήν]], κλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, παρευθύ ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[αμέσως]], στη [[στιγμή]], [[πάραυτα]] (α. «και [[παρευθύς]] σηκώνεται από [[χάμου]], και τραγουδάει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[παρευθύς]] εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀποπλεῡσαι», Δίων Κάσσ.).
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρευθύς Medium diacritics: παρευθύς Low diacritics: παρευθύς Capitals: ΠΑΡΕΥΘΥΣ
Transliteration A: pareuthýs Transliteration B: pareuthys Transliteration C: parefthys Beta Code: pareuqu/s

English (LSJ)

Adv.,

   A = εὐθύς, D.C.63.19, Prisc.p.325 D.

German (Pape)

[Seite 519] u. παρευθύ, = εὐθύς, εὐθύ, sogleich, D. Cass. 63, 19 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρευθύς: Ἐπίρρ., = εὐθύς, Δίων Κ. 63. 19· - παρευθύ, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀρχήν, κλ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, παρευθύ ΜΑ
επίρρ. αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα (α. «και παρευθύς σηκώνεται από χάμου, και τραγουδάει», Σολωμ.
β. «παρευθύς εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀποπλεῡσαι», Δίων Κάσσ.).