πεντάλιτρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_17)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντάλιτρος''': -ον, ὁ ἔχων βάρος [[πέντε]] λιτρῶν, [[Πολυδ]]. Δ΄, 173.
|lstext='''πεντάλιτρος''': -ον, ὁ ἔχων βάρος [[πέντε]] λιτρῶν, [[Πολυδ]]. Δ΄, 173.
}}
{{grml
|mltxt=και πεντέλιτρος -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[βάρος]] [[πέντε]] λίτρων<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[πεντέλιτρον]]<br />[[βάρος]] [[πέντε]] λιτρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- [[πέντε]]- <span style="color: red;">+</span> -<i>λιτρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίτρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>δεκά</i>-<i>λιτρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰλῑτρος Medium diacritics: πεντάλιτρος Low diacritics: πεντάλιτρος Capitals: ΠΕΝΤΑΛΙΤΡΟΣ
Transliteration A: pentálitros Transliteration B: pentalitros Transliteration C: pentalitros Beta Code: penta/litros

English (LSJ)

ον,

   A weighing five λῖτραι or pounds, Id.4.173.

German (Pape)

[Seite 556] fünf λίτραι schwer, fünfpfündig, Erkl. von πενταστάτηρος, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάλιτρος: -ον, ὁ ἔχων βάρος πέντε λιτρῶν, Πολυδ. Δ΄, 173.

Greek Monolingual

και πεντέλιτρος -ον, Α
1. αυτός που έχει βάρος πέντε λίτρων
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντέλιτρον
βάρος πέντε λιτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- πέντε- + -λιτρος (< λίτρα), πρβλ. δεκά-λιτρος].