πεντάσκαλμος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(6_17)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντάσκαλμος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] σκαλμούς, πεντάκωπος, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 1. 17· ἀλλὰ διορθωτέον κατὰ τὸν Ἀττ. τύπον πεντέσκ-.
|lstext='''πεντάσκαλμος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] σκαλμούς, πεντάκωπος, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 1. 17· ἀλλὰ διορθωτέον κατὰ τὸν Ἀττ. τύπον πεντέσκ-.
}}
{{grml
|mltxt=και πεντέσκαλμος, -ον, Α<br />(για [[σκάφος]]) αυτός που έχει [[πέντε]] σειρές από σκαλμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκαλμός]] «[[μικρός]] [[πάσσαλος]] όπου στηρίζεται το [[κουπί]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>σκαλμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάσκαλμος Medium diacritics: πεντάσκαλμος Low diacritics: πεντάσκαλμος Capitals: ΠΕΝΤΑΣΚΑΛΜΟΣ
Transliteration A: pentáskalmos Transliteration B: pentaskalmos Transliteration C: pentaskalmos Beta Code: penta/skalmos

English (LSJ)

ον,

   A with five sets of tholes (σκαλμοί), Ephipp.5.17.

German (Pape)

[Seite 557] mit fünf Ruderbänken, Ephipp. com. bei Ath. VIII, 347 b.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων πέντε σκαλμούς, πεντάκωπος, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 1. 17· ἀλλὰ διορθωτέον κατὰ τὸν Ἀττ. τύπον πεντέσκ-.

Greek Monolingual

και πεντέσκαλμος, -ον, Α
(για σκάφος) αυτός που έχει πέντε σειρές από σκαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + σκαλμός «μικρός πάσσαλος όπου στηρίζεται το κουπί» (πρβλ. τετρά-σκαλμος)].