πεντώνυμος: Difference between revisions

From LSJ
(6_17)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντώνῠμος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀνόματα, Ἰω. Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. ἐν Nauck Lex. Vindob. σ. 241.
|lstext='''πεντώνῠμος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] ὀνόματα, Ἰω. Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. ἐν Nauck Lex. Vindob. σ. 241.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πεντώνυμος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που καλείται με [[πέντε]] ονόματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντ</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντώνῠμος Medium diacritics: πεντώνυμος Low diacritics: πεντώνυμος Capitals: ΠΕΝΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: pentṓnymos Transliteration B: pentōnymos Transliteration C: pentonymos Beta Code: pentw/numos

English (LSJ)

ον,

   A called by five names, Tz.Proll.Com.p.29 K.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων πέντε ὀνόματα, Ἰω. Τζέτζ. Προλεγ. εἰς Ἀριστοφ. ἐν Nauck Lex. Vindob. σ. 241.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντώνυμος, -ον, ΝΜ
αυτός που καλείται με πέντε ονόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. τετρα-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].