περιάμφοδος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιάμφοδος''': -ον, Ἡσύχ. ἐν λ. [[διάλαυρος]]: «[[διάλαυρος]]· [[οἰκία]] [[μεγάλη]] [[πανταχόθεν]] λαύραις διειλημμένη, ἡ λεγομένη [[περιάμφοδος]]».
|lstext='''περιάμφοδος''': -ον, Ἡσύχ. ἐν λ. [[διάλαυρος]]: «[[διάλαυρος]]· [[οἰκία]] [[μεγάλη]] [[πανταχόθεν]] λαύραις διειλημμένη, ἡ λεγομένη [[περιάμφοδος]]».
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για οικοδομές ή μεγάλα τμήματα πόλης) αυτός που έχει δρόμους [[προς]] όλα τα μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμφοδος]] «[[οδός]], [[δρόμος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιάμφοδος Medium diacritics: περιάμφοδος Low diacritics: περιάμφοδος Capitals: ΠΕΡΙΑΜΦΟΔΟΣ
Transliteration A: periámphodos Transliteration B: periamphodos Transliteration C: periamfodos Beta Code: peria/mfodos

English (LSJ)

ον,

   A having a way all round it, of a detached house or block of houses, Hsch. s.v. διάλαυρος.

German (Pape)

[Seite 568] von allen Seiten zu umgehen, bes. von freistehenden großen Gebäuden od. ganzen Straßenvierteln, insula der Lateiner, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιάμφοδος: -ον, Ἡσύχ. ἐν λ. διάλαυρος: «διάλαυρος· οἰκία μεγάλη πανταχόθεν λαύραις διειλημμένη, ἡ λεγομένη περιάμφοδος».

Greek Monolingual

-ον, Α
(για οικοδομές ή μεγάλα τμήματα πόλης) αυτός που έχει δρόμους προς όλα τα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄμφοδος «οδός, δρόμος»].