περιθήκη: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(6_10) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιθήκη''': ἡ, ὅ,τι τις περιθέτει, [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], Γλωσσ. | |lstext='''περιθήκη''': ἡ, ὅ,τι τις περιθέτει, [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[περιτίθημι]]<br />[[περικάλυμμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A galericulum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 577] ἡ, was man herumstellt (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιθήκη: ἡ, ὅ,τι τις περιθέτει, κάλυμμα, σκέπασμα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἡ, Α περιτίθημι
περικάλυμμα.