περίπολις: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(6_10)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίπολις''': ἡ, ἡ τὰς ὁδοὺς περιερχομένη, [[πλανῆτις]], ἐπὶ κοινῆς πόρνης, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Μούσαις» 3.
|lstext='''περίπολις''': ἡ, ἡ τὰς ὁδοὺς περιερχομένη, [[πλανῆτις]], ἐπὶ κοινῆς πόρνης, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Μούσαις» 3.
}}
{{grml
|mltxt=-όλεως, ἡ, Α<br />αυτή που περιέρχεται τους δρόμους, [[πόρνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπολις Medium diacritics: περίπολις Low diacritics: περίπολις Capitals: ΠΕΡΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: perípolis Transliteration B: peripolis Transliteration C: peripolis Beta Code: peri/polis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A street-walker, vagrant, Phryn.Com. 33.

German (Pape)

[Seite 589] durch die Städte umherirrend, -ziehend, Landstreicher, als Comödiantentruppen u. dgl., Phryn. bei Poll. 7, 203, ὦ κάπραινα καὶ περίπολις καὶ δρομάς, u. Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

περίπολις: ἡ, ἡ τὰς ὁδοὺς περιερχομένη, πλανῆτις, ἐπὶ κοινῆς πόρνης, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Μούσαις» 3.

Greek Monolingual

-όλεως, ἡ, Α
αυτή που περιέρχεται τους δρόμους, πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πόλις.