Περσείδης: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(Bailly1_4)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />fils <i>ou</i> descendant de Persée ; [[οἱ]] Περσεῖδαι, les Perséides <i>ou</i> descendants de Persée.<br />'''Étymologie:''' [[Περσεύς]] et [[Πέρσης]].
|btext=ου (ὁ) :<br />fils <i>ou</i> descendant de Persée ; [[οἱ]] Περσεῖδαι, les Perséides <i>ou</i> descendants de Persée.<br />'''Étymologie:''' [[Περσεύς]] et [[Πέρσης]].
}}
{{grml
|mltxt=και Περσηϊάδης, ὁ, Α<br />αυτός που κατάγεται από τον Περσέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Περσεύς]], -<i>έος</i> / -<i>ῆος</i> <span style="color: red;">+</span> πατρωνυμική κατάλ. -<i>ίδης</i> / -<i>ιάδης</i> (<b>πρβλ.</b> [[Πηλεΐδης]])].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils ou descendant de Persée ; οἱ Περσεῖδαι, les Perséides ou descendants de Persée.
Étymologie: Περσεύς et Πέρσης.

Greek Monolingual

και Περσηϊάδης, ὁ, Α
αυτός που κατάγεται από τον Περσέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, -έος / -ῆος + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης / -ιάδης (πρβλ. Πηλεΐδης)].