περιφρονητής: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(6_19)
 
(32)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιφρονητής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιφρονῶν, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5. σ. 302.
|lstext='''περιφρονητής''': -οῦ, ὁ, ὁ περιφρονῶν, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5. σ. 302.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. περιφρονήτρια, ΝΜ [[περιφρονώ]]<br />αυτός που περιφρονεί [[κάτι]], που δείχνει [[περιφρόνηση]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

περιφρονητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιφρονῶν, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5. σ. 302.

Greek Monolingual

ο, θηλ. περιφρονήτρια, ΝΜ περιφρονώ
αυτός που περιφρονεί κάτι, που δείχνει περιφρόνηση σε κάτι.