Πικηνοί: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
(Bailly1_4)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />les habitants du Picenum.<br /><i><b>Étym.</b> lat.</i> Picenum.
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />les habitants du Picenum.<br /><i><b>Étym.</b> lat.</i> Picenum.
}}
{{grml
|mltxt=οι, Ν<br />[[λαός]] που κατοικούσε στην αδριατική [[ακτή]] της Ιταλίας από την πρώιμη [[εποχή]] του σιδήρου.
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les habitants du Picenum.
Étym. lat. Picenum.

Greek Monolingual

οι, Ν
λαός που κατοικούσε στην αδριατική ακτή της Ιταλίας από την πρώιμη εποχή του σιδήρου.