Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιθήκειος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(6_4)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῐθήκειος''': -α, -ον, ὁ τοῦ πιθήκου, ὁ ἀνήκων εἰς πίθηκον, [[ὅμοιος]] πιθήκῳ, [[πιθηκοειδής]], Γαλην. τ. 2, σ. 443, 17, Σουΐδ.
|lstext='''πῐθήκειος''': -α, -ον, ὁ τοῦ πιθήκου, ὁ ἀνήκων εἰς πίθηκον, [[ὅμοιος]] πιθήκῳ, [[πιθηκοειδής]], Γαλην. τ. 2, σ. 443, 17, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πιθήκειος]], -ον, ΝΜΑ [[πίθηκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πιθήκεια [[σχισμή]]»<br /><b>ανατ.</b> το επίμηκες ραχιαίο [[σκέλος]] της βρεγματοϊνιακής σχισμής που φθάνει και ώς [[κοντά]] στον κροταφικό λοβό και βρίσκεται στην έξω [[επιφάνεια]] του εγκεφάλου πιθήκων ή ηλιθίων ανθρώπων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πίθηκο ή ο όμοιος με πίθηκο, [[πιθηκικός]], [[πιθηκοειδής]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθήκειος Medium diacritics: πιθήκειος Low diacritics: πιθήκειος Capitals: ΠΙΘΗΚΕΙΟΣ
Transliteration A: pithḗkeios Transliteration B: pithēkeios Transliteration C: pithikeios Beta Code: piqh/keios

English (LSJ)

α, ον,

   A of an ape, ape-like, Gal.2.386, UP3.8, Suid.

German (Pape)

[Seite 613] äffisch, affenartig, Sp., z. B. πιθήκειον βλέπειν.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθήκειος: -α, -ον, ὁ τοῦ πιθήκου, ὁ ἀνήκων εἰς πίθηκον, ὅμοιος πιθήκῳ, πιθηκοειδής, Γαλην. τ. 2, σ. 443, 17, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-α, -ο / πιθήκειος, -ον, ΝΜΑ πίθηκος
νεοελλ.
φρ. «πιθήκεια σχισμή»
ανατ. το επίμηκες ραχιαίο σκέλος της βρεγματοϊνιακής σχισμής που φθάνει και ώς κοντά στον κροταφικό λοβό και βρίσκεται στην έξω επιφάνεια του εγκεφάλου πιθήκων ή ηλιθίων ανθρώπων
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πίθηκο ή ο όμοιος με πίθηκο, πιθηκικός, πιθηκοειδής.