Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πληθικῶς: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(6_7)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πληθικῶς''': Ἐπίρρ., κατὰ τὸ πλεῖστον, [[καθόλου]] ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49.
|lstext='''πληθικῶς''': Ἐπίρρ., κατὰ τὸ πλεῖστον, [[καθόλου]] ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> ως επί το πλείστον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]] μέσω ενός αμάρτυρου στην αρχ. επίθ. [[πληθικός]]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληθικῶς Medium diacritics: πληθικῶς Low diacritics: πληθικώς Capitals: ΠΛΗΘΙΚΩΣ
Transliteration A: plēthikō̂s Transliteration B: plēthikōs Transliteration C: plithikos Beta Code: plhqikw=s

English (LSJ)

Adv.

   A in the majority of instances, OGI669.49 (Egypt, i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

πληθικῶς: Ἐπίρρ., κατὰ τὸ πλεῖστον, καθόλου ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. ως επί το πλείστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος μέσω ενός αμάρτυρου στην αρχ. επίθ. πληθικός].