πλοώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_7) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλοώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐπιπλέων· μεταφ., [[χαλαρός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἴδε Foës Oecon. | |lstext='''πλοώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐπιπλέων· μεταφ., [[χαλαρός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἴδε Foës Oecon. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες, Α [[πλόος]] / <i>πλούς</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που πλέει, που επιπλέει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασταθής]], [[χαλαρός]] («[[πλοώδης]] [[κληΐς]]» — [[χαλαρός]] [[σύρτης]] πόρτας, Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A swimming, floating: metaph., loose, slack, κληΐς Hp. Art.14.
German (Pape)
[Seite 638] ες, schwimmend, und übertr., irrend, schwankend, unstät, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πλοώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐπιπλέων· μεταφ., χαλαρός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἴδε Foës Oecon.
Greek Monolingual
-ες, Α πλόος / πλούς]
1. αυτός που πλέει, που επιπλέει
2. μτφ. ασταθής, χαλαρός («πλοώδης κληΐς» — χαλαρός σύρτης πόρτας, Ιπποκρ.).