πλουσιόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(6_22)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλουσιόχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, [[μεγαλόδωρος]], «ἀνοικτοχέρης», Ἡσύχ. ἐν λ. [[ὀμπνιόχειρ]].
|lstext='''πλουσιόχειρ''': χειρος, ὁ, ἡ, [[μεγαλόδωρος]], «ἀνοικτοχέρης», Ἡσύχ. ἐν λ. [[ὀμπνιόχειρ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ειρος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[γενναιόδωρος]], [[πλουσιοπάροχος]], [[ανοιχτοχέρης]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀμπνειόχειρ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλούσιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χειρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-[[χειρ]], <i>ομπνιό</i>-[[χειρ]]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουσιόχειρ Medium diacritics: πλουσιόχειρ Low diacritics: πλουσιόχειρ Capitals: ΠΛΟΥΣΙΟΧΕΙΡ
Transliteration A: plousiócheir Transliteration B: plousiocheir Transliteration C: plousiocheir Beta Code: plousio/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,

   A open-handed, Hsch. s.v. ὀμπνιόχειρ.

Greek (Liddell-Scott)

πλουσιόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, μεγαλόδωρος, «ἀνοικτοχέρης», Ἡσύχ. ἐν λ. ὀμπνιόχειρ.

Greek Monolingual

-ειρος, ὁ, ἡ, Α
1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, ανοιχτοχέρης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνειόχειρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μονό-χειρ, ομπνιό-χειρ].