πλατύπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰτύπεδος''': -ον, ὁ ἔχων πλατέα πεδία, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Θεογ. 117· πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[εὐρύστερνος]]: «γαῖαν εὐρύστερνον· πλατεῖαν, πλατύπεδον».
|lstext='''πλᾰτύπεδος''': -ον, ὁ ἔχων πλατέα πεδία, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Θεογ. 117· πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[εὐρύστερνος]]: «γαῖαν εὐρύστερνον· πλατεῖαν, πλατύπεδον».
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πλατιά [[πεδία]], πλατιές επιφάνειες («γαῑαν εὐρύστερνον, πλατεῑαν, πλατύπεδον», Σχόλ. <b>Ησιόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πέδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ-πεδος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύπεδος Medium diacritics: πλατύπεδος Low diacritics: πλατύπεδος Capitals: ΠΛΑΤΥΠΕΔΟΣ
Transliteration A: platýpedos Transliteration B: platypedos Transliteration C: platypedos Beta Code: platu/pedos

English (LSJ)

ον,

   A with broad fields, Sch.Hes.Th.117.

German (Pape)

[Seite 627] mit breiter Fläche (?).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύπεδος: -ον, ὁ ἔχων πλατέα πεδία, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Θεογ. 117· πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ εὐρύστερνος: «γαῖαν εὐρύστερνον· πλατεῖαν, πλατύπεδον».

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πλατιά πεδία, πλατιές επιφάνειες («γαῑαν εὐρύστερνον, πλατεῑαν, πλατύπεδον», Σχόλ. Ησιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -πέδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ-πεδος].