πολείδιον: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(6_22)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολείδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πόλις]], Ἐτυμ. Μέγ. 147. 22 παρὰ Στράβ. 344, 412, 446 (ὀρθότ.) [[πολίδιον]]· [[τρίτος]] δὲ [[τύπος]] [[πολύδριον]] ἐν Α. Β. 857, Ἡσύχ. ἐν λ. πολίχνια, ἴδε Λοβεκ. Παθολ. 394.
|lstext='''πολείδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πόλις]], Ἐτυμ. Μέγ. 147. 22 παρὰ Στράβ. 344, 412, 446 (ὀρθότ.) [[πολίδιον]]· [[τρίτος]] δὲ [[τύπος]] [[πολύδριον]] ἐν Α. Β. 857, Ἡσύχ. ἐν λ. πολίχνια, ἴδε Λοβεκ. Παθολ. 394.
}}
{{grml
|mltxt=ή [[πολίδιον]], τὸ, Α [[πόλις]], -<i>εως</i>]<br />(υποκορ. του [[πόλις]]) μικρή [[πόλη]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολείδιον Medium diacritics: πολείδιον Low diacritics: πολείδιον Capitals: ΠΟΛΕΙΔΙΟΝ
Transliteration A: poleídion Transliteration B: poleidion Transliteration C: poleidion Beta Code: polei/dion

English (LSJ)

or ποκο-ίδιον, τό, Dim. of πόλις, Str.8.3.15,9.2.32, 10.1.5, EM147.22.

German (Pape)

[Seite 653] τό, dim. von πόλις, E. M 147, 16; u. so schreibt Kramer Strab. 8, 3, 15. 9, 2, 32 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πολείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πόλις, Ἐτυμ. Μέγ. 147. 22 παρὰ Στράβ. 344, 412, 446 (ὀρθότ.) πολίδιον· τρίτος δὲ τύπος πολύδριον ἐν Α. Β. 857, Ἡσύχ. ἐν λ. πολίχνια, ἴδε Λοβεκ. Παθολ. 394.

Greek Monolingual

ή πολίδιον, τὸ, Α πόλις, -εως]
(υποκορ. του πόλις) μικρή πόλη.