πολυαλφής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(6_7)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυαλφής''': -ές, ([[ἀλφάνω]] ἢ ἀλφαίνω), [[ὅστις]] δύναται νὰ πωληθῇ ἀκριβά, Νόνν. Δ. 37. 715.
|lstext='''πολυαλφής''': -ές, ([[ἀλφάνω]] ἢ ἀλφαίνω), [[ὅστις]] δύναται νὰ πωληθῇ ἀκριβά, Νόνν. Δ. 37. 715.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που μπορεί να πωληθεί σε [[μεγάλη]] [[τιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀλφάνω]] «[[φέρω]], [[βρίσκω]], [[αποκτώ]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τιμ</i>-<i>αλφής</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαλφής Medium diacritics: πολυαλφής Low diacritics: πολυαλφής Capitals: ΠΟΛΥΑΛΦΗΣ
Transliteration A: polyalphḗs Transliteration B: polyalphēs Transliteration C: polyalfis Beta Code: polualfh/s

English (LSJ)

ές, (ἀλφάνω)

   A fetching a high price, Nonn.D.37.715.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαλφής: -ές, (ἀλφάνω ἢ ἀλφαίνω), ὅστις δύναται νὰ πωληθῇ ἀκριβά, Νόνν. Δ. 37. 715.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μπορεί να πωληθεί σε μεγάλη τιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ» (πρβλ. τιμ-αλφής)].