πολυαύχην: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(10) |
(33) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=poluau/xhn | |Beta Code=poluau/xhn | ||
|Definition=ενος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">full-necked</b>, κύνες <span class="title">Gp.</span>19.2.2.</span> | |Definition=ενος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">full-necked</b>, κύνες <span class="title">Gp.</span>19.2.2.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ένος]], ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[πολυαύχενος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ [[χάσμα]] ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ερι</i>-<i>αύχην</i>, <i>μακρ</i>-<i>αύχην</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A full-necked, κύνες Gp.19.2.2.
Greek Monolingual
-ένος, ὁ, ἡ, ΜΑ
πολυαύχενος
μσν.
αυτός που έχει πολύ ευτραφή αυχένα, χοντρό σβέρκο («ἐγκρίνουσι δὲ καὶ τοὺς μέγα τὸ χάσμα ἔχοντας, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς πολυαύχενας καὶ τοὺς πολυτραχήλους», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὐχήν, -ένος (πρβλ. ερι-αύχην, μακρ-αύχην)].