πολιότριχος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(6_16) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολιότρῐχος''': -ον, = [[πολιόθριξ]], Ὀππ. Κυν. 3. 293. | |lstext='''πολιότρῐχος''': -ον, = [[πολιόθριξ]], Ὀππ. Κυν. 3. 293. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει ψαρές [[τρίχες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[ψαρός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>τριχος</i>, [[λεπτό]]-<i>τριχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = πολιόθριξ, Opp.C.3.293.
German (Pape)
[Seite 655] = πολιόθριξ, πολιότριχα γένεθλα, Opp. Cyn. 3, 293.
Greek (Liddell-Scott)
πολιότρῐχος: -ον, = πολιόθριξ, Ὀππ. Κυν. 3. 293.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ψαρές τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός» + -τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. καλλί-τριχος, λεπτό-τριχος].