πολύβυρσος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(6_16)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύβυρσος''': -ον, ἐκ πολλῶν βυρσῶν, δερμάτων ἀποτελούμενος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1230 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[πολύρρινος]].
|lstext='''πολύβυρσος''': -ον, ἐκ πολλῶν βυρσῶν, δερμάτων ἀποτελούμενος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1230 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[πολύρρινος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] δέρματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βύρσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βύρσα]] «[[δέρμα]] ζώου»), <b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>βυρσος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβυρσος Medium diacritics: πολύβυρσος Low diacritics: πολύβυρσος Capitals: ΠΟΛΥΒΥΡΣΟΣ
Transliteration A: polýbyrsos Transliteration B: polybyrsos Transliteration C: polyvyrsos Beta Code: polu/bursos

English (LSJ)

ον,

   A of many hides or skins, gloss on πολύρρινος, Sch.A.R.3.1231.

German (Pape)

[Seite 660] = πολύῤῥινος, Schol. Ap. Rh. 3, 1230.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβυρσος: -ον, ἐκ πολλῶν βυρσῶν, δερμάτων ἀποτελούμενος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1230 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ πολύρρινος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από πολλά δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βύρσος (< βύρσα «δέρμα ζώου»), πρβλ. λεπτό-βυρσος].