πολύϊνος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(6_3)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύϊνος''': [ῑ], -ον, (ἲς) ὁ ἔχων πολλὰς ἶνας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1, κτλ.
|lstext='''πολύϊνος''': [ῑ], -ον, (ἲς) ὁ ἔχων πολλὰς ἶνας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πολλές ίνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἴς</i>, <i>ἰνός</i> «ίνα» (<b>πρβλ.</b> [[λεπτό]]-<i>ϊνος</i>, <i>ολιγό</i>-<i>ϊνος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύϊνος Medium diacritics: πολύϊνος Low diacritics: πολύϊνος Capitals: ΠΟΛΥΪΝΟΣ
Transliteration A: polýïnos Transliteration B: poluinos Transliteration C: polyinos Beta Code: polu/i+nos

English (LSJ)

[ῑ], ον (ἴς A)

   A with many fibres, Thphr.HP3.10.3, al.

German (Pape)

[Seite 663] viel Fasern habend, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊνος: [ῑ], -ον, (ἲς) ὁ ἔχων πολλὰς ἶνας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές ίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴς, ἰνός «ίνα» (πρβλ. λεπτό-ϊνος, ολιγό-ϊνος)].