Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠφάγος''': -ον, ὁ ἐσθίων εἰς ὑπερβολήν, Ἱππ. 358. 19, Ἀριστ. Ἀποσπ. 477. ― Ἰδὲ Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.
|lstext='''πολῠφάγος''': -ον, ὁ ἐσθίων εἰς ὑπερβολήν, Ἱππ. 358. 19, Ἀριστ. Ἀποσπ. 477. ― Ἰδὲ Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[πολυφάγος]], -ον, ΝΑ, και πολύφαγος, -η, -ο, Ν, ιων. τ. [[πολυφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο [[πρέπει]], [[αδηφάγος]], [[πολυφαγάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο <i>πολύφαγος</i><br /><b>(μυκητ.)</b> [[γένος]] μαστιγομυκήτων που ανήκει στην [[τάξη]] χυτριδιώδη και περιλαμβάνει 10 είδη υδρόβιων μυκήτων τα οποία [[είναι]] παράσιτα φυκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγο</i>-[[φάγος]]. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyphagus</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφάγος Medium diacritics: πολυφάγος Low diacritics: πολυφάγος Capitals: ΠΟΛΥΦΑΓΟΣ
Transliteration A: polyphágos Transliteration B: polyphagos Transliteration C: polyfagos Beta Code: polufa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], Ion. πουλ-, ον,

   A eating to excess, Hp.Vict.2.49, Arist.Fr. 520.

German (Pape)

[Seite 675] viel essend; Hippocr.; Ath. X, 415 c.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων εἰς ὑπερβολήν, Ἱππ. 358. 19, Ἀριστ. Ἀποσπ. 477. ― Ἰδὲ Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.

Greek Monolingual

-ο / πολυφάγος, -ον, ΝΑ, και πολύφαγος, -η, -ο, Ν, ιων. τ. πολυφάγος, -ον, Α
αυτός που τρώει πολύ ή περισσότερο από όσο πρέπει, αδηφάγος, πολυφαγάς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πολύφαγος
(μυκητ.) γένος μαστιγομυκήτων που ανήκει στην τάξη χυτριδιώδη και περιλαμβάνει 10 είδη υδρόβιων μυκήτων τα οποία είναι παράσιτα φυκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ολιγο-φάγος. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyphagus].