πολύπος: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(6_19)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύπος''': -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[πολύπους]], ὃ ἴδε.
|lstext='''πολύπος''': -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[πολύπους]], ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[πολύποδας]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, p. = πολύπους, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπος: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πολύπους, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. πολύποδας.