πολυχεύμων: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠχεύμων''': -ον, ὁ χεόμενος ἀφθόνως, [[πολύρρυτος]], Βασίλ. | |lstext='''πολῠχεύμων''': -ον, ὁ χεόμενος ἀφθόνως, [[πολύρρυτος]], Βασίλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ύχευμον, ΜΑ<br />αυτός που ρέει άφθονα, [[πολύρρυτος]] («[[πολυχεύμων]] [[πηγή]]», Λιβάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χευμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χεῦμα]] «[[ρεύμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βαθυ</i>-<i>χεύμων</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A strong-flowing, πηγή Lib.Ep. Basil.19.1.
German (Pape)
[Seite 677] ωνος, viel oder reichlich strömend; Schol. Theocr. 7, 6; Eumath. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠχεύμων: -ον, ὁ χεόμενος ἀφθόνως, πολύρρυτος, Βασίλ.
Greek Monolingual
-ύχευμον, ΜΑ
αυτός που ρέει άφθονα, πολύρρυτος («πολυχεύμων πηγή», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χευμων (< χεῦμα «ρεύμα»), πρβλ. βαθυ-χεύμων].