πολυχρώματος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_16)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυχρώμᾰτος''': -ον, = [[πολύχροος]], [[Πλάτων]] παρὰ [[Πολυδ]]. Δ΄, 48, Στράβ. 694.
|lstext='''πολυχρώμᾰτος''': -ον, = [[πολύχροος]], [[Πλάτων]] παρὰ [[Πολυδ]]. Δ΄, 48, Στράβ. 694.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυχρώματος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] χρώματα, [[πολύχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λευκο</i>-<i>χρώματος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχρώμᾰτος Medium diacritics: πολυχρώματος Low diacritics: πολυχρώματος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polychrṓmatos Transliteration B: polychrōmatos Transliteration C: polychromatos Beta Code: poluxrw/matos

English (LSJ)

ον,

   A = πολύχροος, Pl. ap. Poll.4.48, Str. 15.1.22, Ph.1.383.

German (Pape)

[Seite 677] = πολύχροος, Strab. XV.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρώμᾰτος: -ον, = πολύχροος, Πλάτων παρὰ Πολυδ. Δ΄, 48, Στράβ. 694.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυχρώματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. λευκο-χρώματος].