πριονίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
(6_22)
(34)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρῑονίζω''': ὡς καὶ νῦν, διὰ πρίονος [[κόπτω]], Γλωσσ.
|lstext='''πρῑονίζω''': ὡς καὶ νῦν, διὰ πρίονος [[κόπτω]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[πριόνιον]]<br />[[κόβω]] με [[πριόνι]] («τα σαράκια να πριονίζουν... τα κατακλείδια», Βαλαωρ.).
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 702] sägen (?).

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονίζω: ὡς καὶ νῦν, διὰ πρίονος κόπτω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ΝΑ πριόνιον
κόβω με πριόνι («τα σαράκια να πριονίζουν... τα κατακλείδια», Βαλαωρ.).