προαπολαμβάνω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προαπολαμβάνω''': [[ἀπολαμβάνω]] πρότερον, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 7. 334. | |lstext='''προαπολαμβάνω''': [[ἀπολαμβάνω]] πρότερον, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 7. 334. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[απολαμβάνω]] εκ τών προτέρων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A receive before, Sammelb.5677.9 (iii A.D., Pass.).
German (Pape)
[Seite 708] (s. λαμβάνω), vorher wegnehmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω πρότερον, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 7. 334.
Greek Monolingual
Α
απολαμβάνω εκ τών προτέρων.