προβατεύσιμος: Difference between revisions
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
(6_16) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προβᾰτεύσιμος''': -ον, [[ἁρμόδιος]] εἰς βοσκὴν προβάτων, [[χώρα]] Φίλων 2. 91, 131. | |lstext='''προβᾰτεύσιμος''': -ον, [[ἁρμόδιος]] εἰς βοσκὴν προβάτων, [[χώρα]] Φίλων 2. 91, 131. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[προβατεύω]]<br />[[κατάλληλος]] για [[βοσκή]] προβάτων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A suited for pasturage, πόα Ph. 2.91,131.
German (Pape)
[Seite 710] zur Vieh- oder Schafzucht geeignet, χώρα, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτεύσιμος: -ον, ἁρμόδιος εἰς βοσκὴν προβάτων, χώρα Φίλων 2. 91, 131.
Greek Monolingual
-ον, Α προβατεύω
κατάλληλος για βοσκή προβάτων.