προγεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(Bailly1_4)
(34)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=goûter auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], γεύομαι.
|btext=goûter auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], γεύομαι.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] από [[πριν]] με τη [[γεύση]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποκτώ]] την πρώτη [[εμπειρία]] μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῡ μέλλοντος ἀγαθοῡ», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γευματίζω]] («ο προγεμένος του νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[παίρνω]] το πρωινό μου, το πρόγευμά μου<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) [[προγεύω]]<br />[[δίνω]] σε κάποιον να γευθεί [[κάτι]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή [[πριν]] από την ώρα του γεύματος.
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

προγεύομαι: μέσ., γεύομαι, δοκιμάζω πρότερον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 3, Πλούτ. 2. 49Ε, κτλ.

French (Bailly abrégé)

goûter auparavant.
Étymologie: πρό, γεύομαι.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. δοκιμάζω κάτι από πριν με τη γεύση, γεύομαι κάτι προηγουμένως
2. μτφ. αποκτώ την πρώτη εμπειρία μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῡ μέλλοντος ἀγαθοῡ», Φίλ.)
νεοελλ.
γευματίζω («ο προγεμένος του νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.)
μσν.
παίρνω το πρωινό μου, το πρόγευμά μου
αρχ.
(το ενεργ.) προγεύω
δίνω σε κάποιον να γευθεί κάτι πριν από κάποιον άλλο ή πριν από την ώρα του γεύματος.