πρόγευμα: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(c2)
 
(34)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] τό, das Vorhergekostete, das Essen vor der Mahlzeit, Vorkost (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] τό, das Vorhergekostete, das Essen vor der Mahlzeit, Vorkost (?).
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜ [[προγεύομαι]]<br />το πρωινό [[φαγητό]], κολατσιό<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα) το μεσημεριανό [[φαγητό]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[δείπνο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο λαμβάνεται το πρωινό [[φαγητό]], το [[πρωί]].
}}
}}

Latest revision as of 12:21, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 713] τό, das Vorhergekostete, das Essen vor der Mahlzeit, Vorkost (?).

Greek Monolingual

το, ΝΜ προγεύομαι
το πρωινό φαγητό, κολατσιό
νεοελλ.
(παλαιότερα) το μεσημεριανό φαγητό σε αντιδιαστολή προς το δείπνο
μσν.
ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται το πρωινό φαγητό, το πρωί.