προπλήσσω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_20)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπλήσσω''': πλήττω, [[κρούω]] πρότερον, τὴν φόρμιγγα Ἱμερ. Λόγ. 12. 3.
|lstext='''προπλήσσω''': πλήττω, [[κρούω]] πρότερον, τὴν φόρμιγγα Ἱμερ. Λόγ. 12. 3.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(σχετικά με [[φόρμιγγα]]) [[κρούω]] από [[πριν]], [[προανακρούω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλήσσω]] «[[χτυπώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπλήσσω Medium diacritics: προπλήσσω Low diacritics: προπλήσσω Capitals: ΠΡΟΠΛΗΣΣΩ
Transliteration A: proplḗssō Transliteration B: proplēssō Transliteration C: proplisso Beta Code: proplh/ssw

English (LSJ)

   A strike first, τὴν φόρμιγγα Him.Or.12.3.

Greek (Liddell-Scott)

προπλήσσω: πλήττω, κρούω πρότερον, τὴν φόρμιγγα Ἱμερ. Λόγ. 12. 3.

Greek Monolingual

Α
(σχετικά με φόρμιγγα) κρούω από πριν, προανακρούω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πλήσσω «χτυπώ»].